Αναγκαία η δοκιμή ακεραιότητας χώρου και αντοχής δικτύου σωληνώσεων στα συστήματα κατάσβεσης με αέρια, για την σωστή, ασφαλή και αποτελεσματική τους λειτουργία
Η επιτυχής λειτουργία των συστημάτων κατάσβεσης με αέρια (χημικούς παράγοντες ή αδρανή αέρια), εξαρτάται καταρχήν από την ορθή σχεδίασή τους όσον αφορά την απαιτούμενη ποσότητα κατασβεστικής ουσίας, καθώς και από τη σωστή εγκατάσταση και ανταπόκριση των αυτόματων συστημάτων πυρανίχνευσης και ενεργοποίησης κατάσβεσης. Τα παραπάνω εξασφαλίζουν την έγκαιρη απελευθέρωση του αερίου και την κατάσβεση της φωτιάς πριν αυτή δυναμώσει τόσο, που καταστεί ανεξέλεγκτη.
Εκτός όμως από τους προαναφερόμενους παράγοντες, υπάρχουν δύο ακόμα εξαιρετικά σημαντικά σημεία που πρέπει να προβλεφθούν και να ελεγχθούν κατά την ολοκλήρωση κατασκευής ενός συστήματος κατάσβεσης, ώστε να εξασφαλιστεί η αποτελεσματικότητά του όταν θα έρθει η στιγμή που θα χρειαστεί να ενεργοποιηθεί. Αυτά είναι η δοκιμή ακεραιότητας χώρου και η δοκιμή πίεσης του δικτύου σωληνώσεων.
Ο έλεγχος ακεραιότητας χώρου (Room Integrity Test ή κοινώς αποκαλούμενο Door Fan Test) αποτελεί μια διαδικασία κατά την οποία εξασφαλίζεται η τήρηση δύο πολύ σημαντικών παραμέτρων:
Α) ότι ο προστατευόμενος χώρος είναι ικανοποιητικά στεγανός ώστε να διατηρήσει την κατασβεστική ουσία για το αναγκαίο χρονικό διάστημα κατάσβεσης αλλά και για την αποφυγή αναζωπύρωσης,
Β) ότι ο χώρος είναι αρκετά ανθεκτικός, ώστε να υποστεί τις συνθήκες υπερπίεσης ή υποπίεσης που δημιουργούνται κατά την απελευθέρωση της κατασβεστικής ουσίας και να μην κινδυνεύσει η δομική ακεραιότητά του.
Όσον αφορά την πρώτη παράμετρο, η σημαντικότητά της είναι πρόδηλη, καθώς η φιλοσοφία των συστημάτων ολικής κατάκλισης στηρίζεται στην επίτευξη μιας απαιτούμενης συγκέντρωσης κατασβεστικής ουσίας εντός του προστατευόμενου χώρου, η οποία σύμφωνα με τα διεθνή πρότυπα και κανονισμούς (ΕΝ 15004 και ISO 14520) είναι ικανή να ελέγξει τη φωτιά κρατώντας την αδρανή έως ότου φτάσει η πυροσβεστική υπηρεσία για να προχωρήσει στην πλήρη κατάσβεση.
Εάν ωστόσο στον προστατευόμενο χώρο υπάρχουν ανοίγματα ή οπές, έστω και μικρά, το κατασβεστικό αέριο σταδιακά θα διαφύγει μερικώς από τον χώρο, η συγκέντρωσή του θα πέσει κάτω από το όριο της ελάχιστης απαιτούμενης και ο κίνδυνος αναζωπύρωσης της φωτιάς θα είναι πλέον μεγάλος, όπως έχει αποδειχθεί από πραγματικά περιστατικά.
Η δεύτερη παράμετρος συνδέεται έμμεσα με την πρώτη, αλλά σχετίζεται και με την αποφυγή φθορών στην περιουσία του πελάτη, ειδικά στην περίπτωση εσφαλμένης ενεργοποίησης από λάθος ανθρώπινο χειρισμό ή δυσλειτουργίας του αυτόματου συστήματος ενεργοποίησης.
Συγκεκριμένα, κατά την απελευθέρωση του κατασβεστικού αερίου, οι δυνάμεις υπερπίεσης ή υποπίεσης που δημιουργούνται (οι ακριβείς συνθήκες εξαρτώνται από το είδος του αερίου), ενδέχεται να είναι τόσο ισχυρές, ώστε να τα δομικά στοιχεία του χώρου (τοίχοι) να μην αντέξουν και να καταρρεύσουν.
Πραγματικά περιστατικά αφορούν συνηθέστερα τοίχους από γυψοσανίδα ή άλλα παρόμοια υλικά, ενώ τυπικά τοίχοι από μπετόν ή τούβλο είναι αρκετά ισχυροί ώστε να μην αντιμετωπίζουν πρόβλημα. Σε περίπτωση κατάρρευσης ενός τοίχου, εκ πρώτης δημιουργείται με ακραίο τρόπο η συνθήκη της πρώτης παραμέτρου, δηλαδή το κατασβεστικό αέριο θα διαφύγει σε κάποιον άλλο διπλανό χώρο, με συνέπεια ο προστατευόμενος όγκος να μην είναι πλέον ο αρχικός που είχε σχεδιαστεί και η πραγματική συγκέντρωση της κατασβεστικής ουσίας να καταλήξει πολύ μικρότερη και συνεπώς αναποτελεσματική ως προς τον έλεγχο της φωτιάς.
Επιπλέον, ειδικά στην περίπτωση της εσφαλμένης ενεργοποίησης, οπότε δεν έχει υπάρξει περιστατικό φωτιάς , ο ιδιοκτήτης του χώρου θα υποστεί εν τέλει μια σημαντική και αδικαιολόγητη ζημιά από την κατάρρευση του τοίχου και ενδεχομένως εξοπλισμού που αυτός θα παρασύρει.
Ο έλεγχος ακεραιότητας χώρου γίνεται με ειδικό εξοπλισμό που περιλαμβάνει τη λειτουργία ενός πιστοποιημένου μηχανικού ανεμιστήρα σε διάφορες συνθήκες ροής, ο οποίος τοποθετείται με μια ειδική κατασκευή στην πόρτα του προστατευόμενου χώρου, σφραγίζοντάς την εντελώς. Το τεστ περιλαμβάνει τη δημιουργία συνθηκών υπερπίεσης (ροή αέρα προς τα μέσα) και υποπίεσης (ροή αέρα προς τα έξω) του χώρου.
Με τη λήψη κατάλληλων μετρήσεων και τη χρήση ειδικού λογισμικού, λαμβάνεται έντυπη αναφορά σχετική με τη δυνατότητα του χώρου σε χρόνο διατήρησης της κατασβεστικής ουσίας, καθώς και επιβεβαίωσης της δομικής του σταθερότητας. Σε περίπτωση που κάποιο από τα δύο αποτελέσματα δεν καλύπτει τις απαιτήσεις των προτύπων, συστήνονται κατάλληλες ενέργειες για τη βελτίωση των ιδιοτήτων του χώρου και επανάληψη του τεστ μετά την πραγματοποίησή τους.
Εκτός από τη φάση κατασκευής του συστήματος κατάσβεσης, το συγκεκριμένο τεστ θα πρέπει να επαναληφθεί, εφόσον σε κάποιον προστατευόμενο χώρο υπάρξουν τροποποιήσεις που ενδέχεται να δημιουργήσουν νέα ανοίγματα και συνεπώς πιθανές διαρροές σε διπλανό χώρο.
Σε κάθε περίπτωση, στο πρότυπο ΕΝ 15004 γίνεται σύσταση για επανάληψη του τεστ κάθε 12 μήνες, καθώς μικρές αλλαγές στον χώρο που δύσκολα γίνονται αντιληπτές από τον ιδιοκτήτη, ενδέχεται να επηρεάσουν σημαντικά το μέγεθος των διαρροών προς άλλους χώρους και συνεπώς την αποτελεσματικότητα του συστήματος κατάσβεσης.
Με το πέρας της διαδικασίας εκδίδεται η αντίστοιχη αναφορά, με τα αποτελέσματα της διαδικασίας, η οποία παραδίδεται στον ιδιοκτήτη του χώρου.
Ο έλεγχος των σωληνώσεων κατάσβεσης είναι μια απλούστερη διαδικασία. Η απαίτησή του πηγάζει από το γεγονός ότι αν υπάρξει διαφυγή αερίου από τις συνδέσεις των σωληνώσεων εκτός του προστατευόμενου χώρου, τότε ένα μέρος του κατασβεστικού αερίου θα διαφύγει και δεν θα συνεισφέρει στην επίτευξη της αναγκαίας συγκέντρωσης. Αλλά ακόμα και αν η διαφυγή του αερίου γίνει από συνδέσεις σωληνώσεων εντός του προστατευόμενου χώρου, εφόσον η διασπορά του αερίου δεν γίνει με τον ενδεδειγμένο σχεδιασμένο τρόπο μέσω των ειδικών ακροφυσίων, δεν θα υπάρξει ομαλή διασπορά της κατασβεστικής ουσίας στο χώρο και επίτευξη ομοιόμορφης συγκέντρωσης εντός του.
Για τον έλεγχο πίεσης των σωληνώσεων κατά την ολοκλήρωση της κατασκευής ενός συστήματος κατάσβεσης με αέριο, σύμφωνα με τον κανονισμό FIA απαιτείται καθαρισμός του δικτύου και έλεγχος διαρροών (pressure leakage test) υποβάλλοντας το δίκτυο σε πίεση 3 bar για χρονικό διάστημα 10 λεπτών. Σε αυτό το χρονικό διάστημα οι απώλειες δεν θα πρέπει να υπερβαίνουν το 20%. Εφόσον τηρείται αυτό το όριο, οι σωληνώσεις θα είναι ικανές να αντέξουν την πίεση που δημιουργείται κατά την εκτόνωση και να απελευθερώσουν πλήρως και ορθά το αέριο μέσα στον προστατευόμενο χώρο.
Ο συνεργάτης που θα κληθεί να εκτελέσει τις δοκιμές ακεραιότητας χώρου και πίεσης σωληνώσεων θα πρέπει να είναι εξουσιοδοτημένος και εκπαιδευμένος αντιπρόσωπος του κατασκευαστή του ειδικού εξοπλισμού, και να διαθέτει πλήρως καταρτισμένο προσωπικό για την μελέτη, εγκατάσταση και συντήρηση συστημάτων κατάσβεσης.
Άρθρο του Γιάννη Μελετιάδη, PDEng, Dipl. Electrical Engineer, Sales Project Manager, Zarifopoulos S.A.
Αναδημοσίευση από το ΕΛ.Ι.ΠΥ.ΚΑ.